πρώτος

πρώτος
ώτη, ο[ν] 1.
1) первый; πρώτη σειρά первый ряд;

πρώτος μαθητής — первый ученик;

πρώτη φορά первый раз, в первый раз, впервые;
2) неотложный, срочный; είδη πρώτης ανάγκης предметы первой необходимости; 3) элементарный, простой;

πρώτες γνώσεις — элементарные знания;

πρώτοι αριθμοί мат. — простые числа;

§ τό πρώτο βιολί — первая скрипка;

οι πρώτες βοήθειες — а) первая помощь; — б) скорая помощь;

πρώτες ύλες — сырьё;

η πρώτη τού μηνός первое число месяца;
η πρώτη τού έτους первое января;

ο πρώτος τυχών — первый встречный;

οι τα πρώτα φέροντες — самые почётные (или влиятельные) граждане;

ο πρώτος αριθμός — первый номер лотереи;

εν πρώτοις — или (κατά) πρώτον — во-первых, прежде всего;

με το πρώτο — сразу, тут же;

2. (ο ) рел духовный глава монастырей Старого Афона

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πρώτος" в других словарях:

  • πρωτός — destined masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • πρῶτος — πρότερος before masc nom sg πρῶτος before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

  • Πρώτος — ό, Α (στη Φωκίδα) μήνας αντίστοιχος προς τον δελφικό Ηραίο …   Dictionary of Greek

  • πρωτός — ή, όν, Α ο καθορισμένος από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρω τού πέ πρω ται, παρακμ. τού άχρηστου ενεστ. πόρω* «παρέχω, προσφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό ένα. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους άλλους στη χρονική ή τοπική σειρά, στο βαθμό, στην αξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρωτά — πρωτός destined neut nom/voc/acc pl πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc/acc dual πρωτά̱ , πρωτός destined fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόν — πρωτός destined masc acc sg πρωτός destined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»